- ἀλυσμώδης
- ἀλυσμ-ώδης, ες,A uneasy, troubled, Hp.Coac.296.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αλυσμώδης — ἀλυσμώδης, ες (Α) [ἀλυσμός] ανήσυχος, ταραγμένος … Dictionary of Greek
ἀλυσμώδεες — ἀλυσμώδης uneasy masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλυσμώδεσιν — ἀλυσμώδης uneasy masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλυσμός — ο και άλυσις έως, η (Α ἀλυσμός) (ιδιαίτερα για ασθενείς) στενοχώρια, δυσφορία, ανησυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλύω. ΠΑΡ. αρχ. ἀλυσμώδης] … Dictionary of Greek